- ισάμιλλος
- ἰσάμιλλος, -ον (Α)1. ισόπαλος σε αγώνα, κυρίως δρόμου2. αυτός που συναγωνίζεται επί ίσοις όροις3. εφάμιλλος, ισότιμος4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ισάμιλλαμε ισόπαλο αποτέλεσμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -άμιλλος (< ἅμιλλα), πρβλ. εν-άμιλλος, εφ-άμιλλος].
Dictionary of Greek. 2013.